- αἱμοχαρῆ
- αἱμοχαρήςneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)αἱμοχαρήςmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)αἱμοχαρήςmasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σελίμ — Όνομα Τούρκων σουλτάνων. 1. Σ. ο A’, γνωστός ως Γιαβούζ (= Σκληρός), γιος του Βαγιαζήτ B’ και εγγονός του Μωάμεθ του Πορθητή (1467 1520). Ανέβηκε στο θρόνο το 1512 με την υποστήριξη των Γενίτσαρων και έδειξε αμέσως τον αιμοχαρή χαρακτήρα του,… … Dictionary of Greek